μαγειρεύω

μαγειρεύω
και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος]
παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «ὁ,τι μαγειρεύεις τρως» — η αμοιβή σου θα είναι ανάλογη με την εργασία σου ή ό,τι είδους ενέργειες κάνεις, ανάλογα αποτελέσματα θα έχεις
β) «δεν μαγερεύουν όλες οι γωνιές που καπνίζουν» — τα φαινόμενα απατούν
γ) «οπού μαγερεύει ψέματα η κοιλιά του τό ξέρει» — τίποτε δεν αποκτά κάποιος μόνο με κενά λόγια και χωρίς έργα
νεοελλ.-μσν.
μτφ. δολοπλοκώ, δολιεύομαι κάποιο αποτέλεσμα που επιθυμώ, μηχανορραφώ
αρχ.
1. κόβω κρέας σε μερίδες
2. κρεουργώ, σφάζω, σφαγιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαγειρεύω — to be a cook pres subj act 1st sg μαγειρεύω to be a cook pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεύω — μαγειρεύω, μαγείρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαγειρεύω — μαγείρεψα, μαγειρε(υ)μένος 1. βράζω, ψήνω ή τηγανίζω φαγητό με διάφορα καρυκεύματα: Η γιαγιά μου συνήθως μαγειρεύει παραδοσιακά φαγητά. 2. μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σχεδιάζω κάτι ύπουλα: Τα παιδιά κάθονται φρόνιμα, σίγουρα κάτι μαγειρεύουν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγειρεύει — μαγειρεύω to be a cook pres ind mp 2nd sg μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεύουσι — μαγειρεύω to be a cook pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεύουσιν — μαγειρεύω to be a cook pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαγείρευον — μαγειρεύω to be a cook imperf ind act 3rd pl μαγειρεύω to be a cook imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιαχνίζω — μαγειρεύω γιαχνί …   Dictionary of Greek

  • μαρινάρω — μαγειρεύω κρέας ή ψάρι με μαρινάτα ώστε να γίνουν νοστιμότερα και να διατηρηθούν περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinare «ταριχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μαγειρευόμενα — μαγειρεύω to be a cook pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”