- μαγειρεύω
- και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος]παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)νεοελλ.παροιμ. α) «ὁ,τι μαγειρεύεις τρως» — η αμοιβή σου θα είναι ανάλογη με την εργασία σου ή ό,τι είδους ενέργειες κάνεις, ανάλογα αποτελέσματα θα έχειςβ) «δεν μαγερεύουν όλες οι γωνιές που καπνίζουν» — τα φαινόμενα απατούνγ) «οπού μαγερεύει ψέματα η κοιλιά του τό ξέρει» — τίποτε δεν αποκτά κάποιος μόνο με κενά λόγια και χωρίς έργανεοελλ.-μσν.μτφ. δολοπλοκώ, δολιεύομαι κάποιο αποτέλεσμα που επιθυμώ, μηχανορραφώαρχ.1. κόβω κρέας σε μερίδες2. κρεουργώ, σφάζω, σφαγιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.